Αχάια - Κλάους



Γουσταύος Κλαους
«Νοτιοανατολικώς των Πατρών εις ωραίαν ρομαντικήν τοποθεσίαν κείνται τα εργοστάσια της οινοποιητικής εταιρείας "Αχάια". Δι' αυτοκινήτου αφού διήλθομεν τα κατάφυτα τοπία της όπισθεν των Πατρών εκτάσεως εφθάσαμεν εις τον περίφημον Γλαύκον ποταμόν, του οποίου η δράσις δεν είναι καθόλου επιθυμητή, ένεκα των συνεχών καταστροφών εις τα παρόχθια κτήματα. Ανωθεν του ποταμού τούτου μεγαλοπρεπής και επιβλητική επί γηλόφων εκτείνεται εν είδει βυζαντιακού μοναστηρίου με πύργους και επάλξεις και με την εκκλησίαν εν τω μέσω η έπαυλις και τα εργοστάσια της εταιρείας.

Η πλουσία χλωρίς θέλγει και αναπαύει το βλέμμα του παρατηρητού, ενώ αι ποικίλαι αναδιπλώσεις των όπισθεν βουνών πλαισιούσι χαριέστατα την κυψέλην αυτήν της ελληνικής βιομηχανίας, η οποία παράγει τους θαυμασίους οίνους και την μοναδικήν εις το είδος της μαυροδάφνην» (Πανελλήνιον Λεύκωμα της Εθνικής Εκατονταετηρίδος 1821-1921, τόμος Β', Βιομηχανία - Εμπόριον - Βιοτεχνία, Αθήνα 1923).

Η οινοβιομηχανία Achaia Clauss δεν είναι μόνον η παλαιότερη εταιρεία του κλάδου της που διατηρείται εν ζωή αλλά η εμφάνισή της και η ιστορική εξέλιξή της είναι άρρηκτα δεμένες με την οικονομική και κοινωνική ιστορία της Πάτρας. Η ιστορία της αρχίζει στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν ο Βαυαρός Γουσταύος Κλάους εγκατεστημένος ήδη στην Πάτρα και εργαζόμενος ως στέλεχος στη γερμανική σταφιδεμπορική εταιρεία Fels και Συντροφία αγοράζει μια έκταση 60 στρεμμάτων στη θέση Ριγανόκαμπος και δύο χρόνια αργότερα, το 1861, αρχίζει την οινοποιητική δραστηριότητά του.

* Ενα μικρό αμπέλι

«Ενθουσιασμένος από την ελληνικήν φύσιν και από τις γύρω των Πατρών καταπράσινες πλαγιές του Παναχαϊκού αρχίζει τις εκδρομές και τις πεζοπορίες εις τους λόφους. Ούτω μία ημέρα ανεκάλυψεν τον λόφον που ευρίσκεται εις τα ριζά του Παναχαϊκού και έχει δεξιά του την κοίτη του ποταμού Γλαύκου κι αντίκρυ του μια μαγευτική θέα προς τον κόλπο των Πατρών και την Βαράσυβα στη Στερεά. Εκεί, πάνω στο πλάτωμα του λόφου, κάμνει εις την αρχήν μία καλύβα, για να μπορή να μένη κανένα βράδυ και να ξεκουράζεται από τις εκδρομές του.

Τον άλλον χρόνο αγοράζει ένα μικρό αμπέλι, φτιάνει λίγες οκάδες κρασί για τον εαυτόν του και για να εκπλήξη τους φίλους του, κι εκείνοι τον συμβουλεύουν να επεκτείνη την δουλειά αυτή, αφού το κρασί ήταν τόσον ωραίο. Προχωρεί σιγά σιγά και το 1850 ιδρύει την οινοποιίαν Clauss για να μπορέση να κάμνει κρασί με πλέον επιστημονικές μεθόδους. Αγοράζει εις την περιοχήν κι άλλα αμπέλια, κτίζει το πρώτο εργοστάσιο και τις πρώτες κατοικίες για τον εαυτόν του και τους εργάτες του, και το 1861 ιδρύει την Achaia Clauss Wine Company Ltd» (Ιδρύματα και επιχειρήσεις που τιμούν την Ελλάδα, Στ. Τζινιέρη, Αθήνα, χ.χ.έ.).

Ο περίφημος Βαυαρός, το όνομα του οποίου «ταξιδεύει» στις προτιμήσεις των καταναλωτών τα τελευταία περίπου 140 χρόνια, θέτει σε λειτουργία το εργοστάσιο λίγα χρόνια αργότερα, ίσως το 1865, και το 1872 τη μετατρέπει σε ανώνυμη γερμανική μετοχική εταιρεία, με κεφάλαια εξ ολοκλήρου γερμανικά. Το αρχικό μετοχικό κεφάλαιό της ήταν 20.000 λίρες και λίγο αργότερα ανήλθε σε 30.000 λίρες. Αξίζει να σημειωθεί ότι «συντελεσταί χρηματοδόται σπουδαίως βοηθήσαντες την εξέλιξιν της οινοποιητικής βιομηχανικής ταύτης επιχειρήσεως υπήρξαν οι εν Πάτραις μεγαλέμποροι Φελς - Κέλλερ, αλλά ψυχή και γενικός διευθυντής αυτής μέχρι του θανάτου του επισυμβάντος τω 1908 υπήρξεν ο πρωτοϊδρυτής Γουσταύος Κλάους» (ό.π.π.).

* Επιχειρηματίες του εξωτερικού
Οπως σημειώνει ο Ν. Μπακουνάκης, «ο Κλάους και ο Αμβουργερ (σ.σ.: ένα ακόμη στέλεχος της ίδιας εταιρείας που ασχολήθηκε με την οινοποίηση) αποτελούν δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα ξένων επιχειρηματιών που κάνουν την Ελλάδα κέντρο των επιχειρήσεών τους και που ανεξαρτήτως των προθέσεών τους (...) προσδιορίζουν τη φυσιογνωμία τοπικών κοινωνιών, σε μια Ελλάδα που δεν διαθέτει ακόμη επαρκή ενοποιητικά δίκτυα, τα οποία θα μας επέτρεπαν να κάνουμε λόγο για εθνικό χώρο. Αλλωστε οι επιχειρήσεις που διηύθυναν οι δύο Γερμανοί λειτούργησαν υπό την προσωπική τους διεύθυνση ή εκείνη των άμεσων διαδόχων τους για περισσότερο από εξήντα χρόνια η καθεμία ­ χρόνος αξιοζήλευτος όχι μόνο για τον ασταθή και άναρχο 19ο αιώνα, αλλά ακόμη και για τα δεδομένα του 20ού» (Το κρασί του Γουσταύου, Αθήνα 1997).

Η επιτυχία του οινοποιείου οφείλεται σε κάποια σταφύλια τα οποία βγήκαν μαύρα με υψηλή περιεκτικότητα σε αζύμωτο σάκχαρο. Αυτά έδωσαν ένα μαύρο και γλυκό κρασί, που η ονομασία του έχει από τότε καταγραφεί στην ιστορία του ελληνικού οίνου: τη μαυροδάφνη. Η επωνυμία της «μαυροδάφνης» οφείλεται στον ίδιο τον Γ. Κλάους. Σύντομα, πέντε χρόνια αργότερα, τα πρώτα φορτία μαυροδάφνης ταξίδεψαν στις ευρωπαϊκές αγορές.

* Η ιστορική μαυροδάφνη
«Αι εργασίαι ηυξήθησαν αλματωδώς, τα πρώτα κτίρια διεδέχθησαν άλλα, τότε προσετέθη το μέγα μηχανικόν πατητήριον, όπερ σήμερον (σ.σ.: 1923) λειτουργεί δι' ηλεκτρισμού και είτα αι μεγάλαι και απέραντοι αποθήκαι ως και υπόγειοι τοιαύται διά τους ελαφρούς επιτραπέζιους οίνους εν αις έχουσιν εναποθηκευθή 6.000 βυτία χωρητικότητος 6 εκατομμυρίων περίπου οκάδων, των οποίων πάλιν το μεγαλύτερον μέρος αποτελούσιν οι εκλεκτοί ευγενείς επιδόρπιοι οίνοι. Πολλήν εντύπωσιν ιδία προξενούσιν τα δύο μεγάλα βυτία τα φέροντα ονόματα των ενδοξοτάτων ανδρών της Γερμανίας Μόλτκε - Βίσμαρκ, άτινα περιέχουσιν μαυροδάφνην του 1873 και παραμένουσιν άθικτα. Εις άλλον μέγα διαμέρισμα αποθηκών, όπου διαφυλάττονται παρακαταθήκαι παλαιάς μαυροδάφνης, εύρομεν την βασιλικήν επίσκεψιν της Βασιλίσσης της Αγγλίας και αδελφής Γεωργίου του Α' Αλεξάνδρας ανελθούσης ιππαστί επί του βυτίου και αντλησάσης εκ του βυτίου τω 1899» (ό.π.π.).

Πράγματι ήταν τόσο σπουδαία η επιχείρηση και τόσο μεγάλη η φήμη της που οι επισκέπτες του εργοστασίου ήταν ονομαστοί. Η αυτοκράτειρα της Αυστρίας Ελισάβετ, η ελληνική βασιλική οικογένεια (τέσσερις φορές), ο πρίγκιπας Ρούπρεχτ της Βαυαρίας, η πριγκίπισα Θηρεσία και η πριγκίπισσα της Αγγλίας Βικτωρία ήταν μερικοί από τους εστεμμένους επισκέπτες της εποχής. Η φήμη της πλέον έχει λάβει εντυπωσιακές διαστάσεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο και το κρασί της κατατάσσεται στην κατηγορία των «πολυτελών οίνων». Το 1882 το κονιάκ της εταιρείας βραβεύθηκε στην έκθεση της Τεργέστης. Στις αποθήκες μάλιστα της εταιρείας υπήρχαν δύο κολοσσιαία δρύινα βαρέλια κονιάκ, που έφεραν την επωνυμία «Γεώργιος» και «Ολγα». Λίγο πριν από το τέλος του 19ου αιώνα, το 1896, οι εξαγωγές της φθάνουν τα 3.500 εκατόλιτρα.

* Η διάδοχη κατάσταση
Το 1908 ο Γουσταύος Κλάους πεθαίνει. Η επιχείρηση συνεχίζει να λειτουργεί. Μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, το 1919, ως γερμανικών συμφερόντων παραχωρήθηκε στο ελληνικό κράτος ως πολεμική αποζημίωση. Το 1920 το κράτος έπειτα από διεθνή πλειστηριασμό παραχώρησε τις μετοχές της στον πατρινό μεγαλέμπορο Βλάση Αντωνόπουλο. Ως τότε η εταιρεία είχε λάβει 10 χρυσά βραβεία και πέντε «διπλώματα τιμής». Ο νέος ιδιοκτήτης έστρεψε όλες τις προσπάθειές του για την ακόμη μεγαλύτερη ανάπτυξη της εταιρείας.

Οταν πέθανε το 1955 τον διαδέχθηκαν οι τέσσερις γιοι του ­ Κωνσταντίνος, Βασίλειος, Αλέξανδρος και Ανδρέας ­, με προεξάρχοντα τον Κωνσταντίνο Αντωνόπουλο. Τη δεκαετία του 1950 η ετήσια παραγωγή φιαλών ανέρχεται πλέον στο ένα εκατομμύριο. Το 70% απορροφάται από την εσωτερική αγορά και το 30% εξάγεται σε όλες τις χώρες του κόσμου. Από τις αρχές του 1960 γίνεται η πρώτη σε εξαγωγές ελληνική οινοβιομηχανία και η πρώτη που δημιουργεί επώνυμη ζήτηση εμφιαλωμένου κρασιού στην εσωτερική αγορά (τη «Δέμεστιχα»).

Η κρίση στην Achaia Clauss αρχίζει στα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν αιφνιδίως πεθαίνει ο τότε γενικός διευθυντής Π. Μαστρογιαννόπουλος. Διάδοχοί του υπήρξαν ο Ιωάννης και ο Αχιλλέας Νερουτσόπουλος. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 τα δεδομένα στην ελληνική αγορά κρασιού αλλάζουν: η κατά κεφαλήν κατανάλωση πέφτει, την ίδια στιγμή που άλλες οινοβιομηχανίες, μικρότερες ως τότε, προβάλλουν δυναμικά στο προσκήνιο. Από τότε ως και το 1997, με μικρά διαλείμματα ανάκαμψης, η κρίση κατατρώγει τα σωθικά της εταιρείας που με υπερήφανο τρόπο δημιούργησε τον 19ο αιώνα ο Βαυαρός Κλάους.

Ωσπου τα τελευταία χρόνια, με έναν μάλλον πολύπλοκο και επώδυνο για την ίδια την εταιρεία τρόπο, πέρασε στα χέρια του κ. Π. Καραπάνου, στελέχους ως τότε της εταιρείας. Σίγουρα όμως η ιστορική φόρτιση και οι μνήμες της Achaia Clauss, των ενδόξων ημερών του Γουσταύου, των βασιλέων και των αστών της Πάτρας απέχουν πολύ από την παρακμιακή εικόνα την οποία εκπέμπει το σημερινό της «τοπίο», που δείχνει ότι ο χρόνος επίμονα προσπαθεί να κλείσει τον κύκλο της...

Πηγή: Το ΒΗΜΑ onLine - ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις